- ροδιακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Ρόδο: Ονομαστά ήταν στην αρχαιότητα τα ροδιακά αγγεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ροδιακός — ή, ό / ροδιακός, ή, όν, ΝΜΑ [Ῥόδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρόδο ή προέρχεται από αυτήν αρχ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ Ῥοδιακή και τὸ Ῥοδιακόν είδος κυπέλλου που κατασκευαζόταν στη Ρόδο … Dictionary of Greek
АРИСТИД — • Aristīdes, Άριστείδης, 1. сын Лисимаха, родился ок. 540 г., участвовал в преобразованиях Клисфена Plut. Arist. 2) вместе с Ксантиппом и с тех пор принадлежал к числу влиятельнейших людей в Афинах. В 1 ю Персидскую войну был… … Реальный словарь классических древностей
ροδίτικος — η, ο, Ν [ροδίτης] ρόδιος, ροδιακός … Dictionary of Greek
ροδιάς — άδος, ἡ, Α η Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] … Dictionary of Greek
ροδιανός — ή, όν, Α ροδιακός, ροδίτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Ασ ιανός)] … Dictionary of Greek
φάλλαινα — (I) ἡ, Α βλ. φάλαινα. (II) ἡ, Α είδος λεπιδόπτερου εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω τού χρώματος τής πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά τού επιθ … Dictionary of Greek
ροδίτικος — η, ο ο ροδιακός: Έχουμε στο σπίτι μας αρκετά ροδίτικα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)